Στον Ορθόδοξο Αμπελώνα της Αφρικής
Μεγάλη Τετάρτη.
Η ακολουθία του Ιερού Ευχελαίου είχε ολοκληρωθεί. Τα χέρια μου ευλογούσαν, οι προσευχές των ανθρώπων ανέβαιναν σιωπηλά προς τον ουρανό, και ο ναός, ταπεινός και μικρός, μύριζε λάδι και προσευχή.
Και τότε μέσα στη γαλήνη αυτή έτρεξε κοντά μου ένα μικρό παιδί.
Λαχανιασμένο, με μάτια μεγάλα και καρδιά αθώα, στάθηκε μπροστά μου.
Με φωνή σχεδόν ψιθυριστή, μα γεμάτη λαχτάρα, μου είπε:
«Πατέρα, σταύρωσέ με κι εμένα…»
Έσκυψα όσο πιο χαμηλά μπορούσα — να βρεθώ στο ύψος του Ουρανού που κατεβαίνει ταπεινά στα μάτια των μικρών παιδιών.
Κι εκείνος, με σεβασμό άγιο, έσκυψε κι αυτός.
Και τότε... σαν να άνοιξε για μια στιγμή ο ίδιος ο ουρανός
Το φως του ήλιου που γλίστρησε μέσα απ' το μικρό παράθυρο, έσμιξε μπροστά μας και άφησε στο έδαφος έναν Σταυρό.
Έναν Σταυρό φτιαγμένο όχι από πέτρα, ούτε από χέρια ανθρώπων — αλλά από φως. Από το ίδιο το άγγιγμα του Θεού.
Σταυρώνω το παιδί με το Άγιον Έλαιον.
Το δάχτυλό μου αγγίζει το μέτωπό του, και σαν να χαράζω με το λάδι μια υπόσχεση.
Πως όσο υπάρχει αγνή πίστη στη γη, θα κατεβαίνει το Φως.
Πως όσο θα υπάρχουν ψυχές που διψούν για την ευλογία, ο Ουρανός δεν θα σιωπήσει.
Εκείνη τη στιγμή, δεν ήμασταν απλώς ένας Επίσκοπος κι ένα παιδί.
Ήμασταν δύο ψυχές σταυρωμένες μέσα στο Άγιο Φως.
Δύο καρδιές ενωμένες από μια αόρατη γέφυρα Αγάπης, που μόνο ο Χριστός μπορεί να υφάνει.
Κι εγώ...
Μέσα στην άφατη αυτή ευλογία, δεν είχα άλλη δύναμη παρά μόνο να κλείσω τα μάτια και να πω σιωπηλά:
Σε ευχαριστώ, Κύριε, που άγγιξες τη στιγμή, που κατέβηκες τόσο χαμηλά για να συναντήσεις ένα παιδί και έναν αμαρτωλό δούλο Σου.
Σε ευχαριστώ που ζωγράφισες ανάμεσά μας τον Σταυρό Σου με το ίδιο Σου το Φως.
Μη μας αφήσεις ποτέ.
Γέμισε τις ψυχές μας με την παρηγοριά Σου, και χάρισέ μας να Σε αναγνωρίζουμε πάντοτε στα μικρά, ταπεινά θαύματα της καθημερινής ζωής.
Ιεραποστολή στην Επισκοπή Τολιάρας και Νοτίου Μαδαγασκάρης
Η ακολουθία του Ιερού Ευχελαίου είχε ολοκληρωθεί. Τα χέρια μου ευλογούσαν, οι προσευχές των ανθρώπων ανέβαιναν σιωπηλά προς τον ουρανό, και ο ναός, ταπεινός και μικρός, μύριζε λάδι και προσευχή.
Και τότε μέσα στη γαλήνη αυτή έτρεξε κοντά μου ένα μικρό παιδί.
Λαχανιασμένο, με μάτια μεγάλα και καρδιά αθώα, στάθηκε μπροστά μου.
Με φωνή σχεδόν ψιθυριστή, μα γεμάτη λαχτάρα, μου είπε:
«Πατέρα, σταύρωσέ με κι εμένα…»
Έσκυψα όσο πιο χαμηλά μπορούσα — να βρεθώ στο ύψος του Ουρανού που κατεβαίνει ταπεινά στα μάτια των μικρών παιδιών.
Κι εκείνος, με σεβασμό άγιο, έσκυψε κι αυτός.
Και τότε... σαν να άνοιξε για μια στιγμή ο ίδιος ο ουρανός
Το φως του ήλιου που γλίστρησε μέσα απ' το μικρό παράθυρο, έσμιξε μπροστά μας και άφησε στο έδαφος έναν Σταυρό.
Έναν Σταυρό φτιαγμένο όχι από πέτρα, ούτε από χέρια ανθρώπων — αλλά από φως. Από το ίδιο το άγγιγμα του Θεού.
Σταυρώνω το παιδί με το Άγιον Έλαιον.
Το δάχτυλό μου αγγίζει το μέτωπό του, και σαν να χαράζω με το λάδι μια υπόσχεση.
Πως όσο υπάρχει αγνή πίστη στη γη, θα κατεβαίνει το Φως.
Πως όσο θα υπάρχουν ψυχές που διψούν για την ευλογία, ο Ουρανός δεν θα σιωπήσει.
Εκείνη τη στιγμή, δεν ήμασταν απλώς ένας Επίσκοπος κι ένα παιδί.
Ήμασταν δύο ψυχές σταυρωμένες μέσα στο Άγιο Φως.
Δύο καρδιές ενωμένες από μια αόρατη γέφυρα Αγάπης, που μόνο ο Χριστός μπορεί να υφάνει.
Κι εγώ...
Μέσα στην άφατη αυτή ευλογία, δεν είχα άλλη δύναμη παρά μόνο να κλείσω τα μάτια και να πω σιωπηλά:
Σε ευχαριστώ, Κύριε, που άγγιξες τη στιγμή, που κατέβηκες τόσο χαμηλά για να συναντήσεις ένα παιδί και έναν αμαρτωλό δούλο Σου.
Σε ευχαριστώ που ζωγράφισες ανάμεσά μας τον Σταυρό Σου με το ίδιο Σου το Φως.
Μη μας αφήσεις ποτέ.
Γέμισε τις ψυχές μας με την παρηγοριά Σου, και χάρισέ μας να Σε αναγνωρίζουμε πάντοτε στα μικρά, ταπεινά θαύματα της καθημερινής ζωής.
Ιεραποστολή στην Επισκοπή Τολιάρας και Νοτίου Μαδαγασκάρης